υδροξυλάση

υδροξυλάση
η, Ν
(βιοχ.) ένζυμο τής ομάδας τών οξυγονασών, το οποίο καταλύει τη δέσμευση οξυγόνου δίνοντας γένεση σε ρίζες υδροξυλίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. γαλλ. hydroxylase].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φαινυλαλανίνη — η, Ν (βιοχ.) 1. βασικό κυκλικό αμινοξύ, πολύ διαδεδομένο, το οποίο λαμβάνεται με υδρόλυση πολλών πρωτεϊνών 2. φρ. «4 μονοοξυγονάση φαινυλαλανίνης» ή «υδροξυλάση φαινυλαλανίνης» (βιοχ.) ένζυμο τής ομάδας τών μονοοξυγονασών ή υδροξυλασών, που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”